- συνείδηση
- Κάθε άνθρωπος, που, από ψυχοφυσικής άποψης, δεν απομακρύνεται από το κανονικό, περνά το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε μια κατάσταση που του επιτρέπει να «αντιλαμβάνεται», να «έχει συνείδηση» των όσων συμβαίνουν γύρω του και της ίδιας της ύπαρξής του. Η κατάσταση αυτή προσφέρει μια τόσο άμεση, ολοφάνερη, θεμελιώδη εμπειρία ζωής, που αποτέλεσε για τον Ντεκάρτ τη σταθερή αφετηρία (cogito ergo sum) για την ανάπλαση της πραγματικότητας, αφού προηγουμένως είχε κλονίσει τη βεβαιότητα γι’ αυτή με τη συστηματική αμφισβήτηση της αξίας της γνωστικής μεθόδου.
Ξεκινώντας από τις διαπιστώσεις αυτές, που είναι προσιτές σε όλους, με μια διαδικασία αφαιρέσεων και αναλύσεων, η νεότερη φιλοσοφία και ψυχολογία προσπάθησαν να καθορίσουν και να εξηγήσουν κατά διάφορους τρόπους την έννοια και τη φύση της σ.
Ο ορισμός της σ. παρουσιάζει εξαιρετικές δυσκολίες, γι’ αυτό οι διάφορες προσπάθειες που έγιναν οδήγησαν σε ταυτολογίες ή εξέτασαν μόνο μερικές και δευτερεύουσες απόψεις. Π.χ. ένας από τους νεότερους και πολύ διαδομένους ορισμούς της σ., που τον πρότεινε ο Αμερικανός Τζορτζ Τρούμπουλ Λαντ (1842-1921), και κατά τον οποίο σ. είναι «ό,τι είμαστε σε κατάσταση εγρήγορσης, σε αντίθεση προς αυτό που είμαστε όταν βρισκόμαστε βυθισμένοι σ’ έναν ύπνο χωρίς όνειρα», δείχνει πραγματικά τις συνθήκες μέσα στις οποίες μπορεί να διαπιστωθεί άμεσα μια κατάσταση σ., ενώ η ουσία του φαινόμενου φαίνεται ότι δεν μπορεί να καθοριστεί. Πράγματι, όπως υποστηρίζει ο Σκοτσέζος φιλόσοφος σερ Ουίλιαμ Χάμιλτον, μπορούμε βέβαια να συναγάγουμε καθαρά τι πράγμα είναι η σ., αλλά δεν μπορούμε, χωρίς κίνδυνο σύγχυσης, να μεταδώσουμε προφορικά σε άλλους έναν ορισμό της: «ο λόγος είναι απλός: η συνείδηση βρίσκεται στη ρίζα κάθε γνώσης».
Η ιδεαλιστική φιλοσοφία μελέτησε ιδιαίτερα τη σ., διακρίνοντας, με τον Καντ, τον Χέγγελ, μια εμπειρική και μια υπερβατική σ. ή αυτοσυνειδησία, ενώ ο Τζεντίλε ένωσε και τις δύο στην έννοια του «πραγματικού εγώ».
Σε ακραίες θέσεις σχετικά με την προηγούμενη, και αντιθετικές μεταξύ τους, βρίσκονται οι πνευματοκρατικές και οι υλιστικές θεωρίες. Για τις πρώτες η σ. είναι ένα είδος αυτόνομης μεταφυσικής ουσίας, απλής και αμετάβλητης. Για τις δεύτερες η σ. είναι ένα είδος υποπροϊόντος της λειτουργίας ορισμένων τομέων του νευρικού συστήματος, κυρίως του φλοιού του εγκέφαλου.
Ο όρος συνείδηση χρησιμοποιείται επίσης για το χαρακτηρισμό μιας ηθικής ευαισθησίας, ενός ηθικού κριτηρίου –ο Ρουσό την παρομοιάζει μ’ ένα «θείο ένστικτο»– που προκύπτει από την επίγνωση του συνόλου των τάσεων, συναισθημάτων και ιδεών που μας κάνουν να επιδιώκουμε το καλό και v’ αποφεύγουμε το κακό κατά απόλυτη έννοια ή κατά ειδικές κλίμακες αξιών. Με το πνεύμα αυτό ο όρος χρησιμοποιείται σε κοινές, παλιές και νέες, εκφράσεις, όπως: «εξέταση της σ.», «ελευθερία της σ.», «αντίρρηση σ.», «καθαρή σ.» κλπ.
Η κλασική ψυχολογία έδειξε τόσο ενδιαφέρον για το φαινόμενο της σ., ώστε ο Βουντ θεώρησε την ίδια την ψυχολογία ως «επιστήμη των καταστάσεων και των γεγονότων της συνείδησης», δηλαδή ως μελέτη των έμπρακτων εκδηλώσεων μιας εσωτερικής εμπειρίας, στην οποία το πρόσωπο αισθάνεται ότι είναι παρόν και έχει επίγνωση της παρουσίας του.
Η κλασική ψυχολογία, με διάφορα πειράματα, ερεύνησε το πλάτος και τα όρια του «πεδίου σ.» (διακρίνοντας ένα κεντρικό σημείο, την προσοχή, και περιφερειακά «κράσπεδα», σύμφωνα με την εικόνα του «ορατού πεδίου») και το περιεχόμενο του (αισθητές εικόνες, μνημονικές ή φανταστικές παραστάσεις, συναισθηματικές καταστάσεις), τα οποία διακρίνονται σε βαθμούς μεγαλύτερης ή μικρότερης σαφήνειας (που συντελούν στο να αναγνωρίζεται μια «μορφή» και ένα «φόντο»), ενώ παράλληλα επιδιώκει να καθορίσει τον αριθμό των ξεχωριστών «αντικειμένων» που μπορούν στον ίδιο χρόνο να μπουν στο «πεδίο».
Κατόπιν αναγνωρίστηκε μεγαλύτερο ενδιαφέρον στις δυναμικές όψεις της σ.: ο Γερμανός Όσβαλτ Κίλπε (1862-1915), μαθητής του Βουντ, εξέτασε π.χ. τα επίπεδα σ. από τη μικρότερη ως τη μεγαλύτερη σαφήνεια, διακρίνοντας μια παθητική παρουσία, μια συγκεχυμένη παρατήρηση, μια δυνάμει γνώση και μια διατύπωση η οποία μπορεί να προσδιοριστεί. Οι μελέτες αυτές, που ταυτίζονται με τις μελέτες πάνω στην αντίληψη, πήραν διαφορετική ταξινόμηση με τις απόψεις της μορφολογικής ψυχολογίας.
Πολλά πεδία προηγούμενων ερευνών αποδείχτηκαν αργότερα ασήμαντα για τη μελέτη του φαινόμενου της σ., υπήρξαν όμως χρήσιμα για την προώθηση μιας καλύτερης κατανόησης άλλων ψυχικών φαινόμενων (π.χ. της διαδικασίας του κίνητρου, της συναισθηματικής ζωής, των ασυνείδητων λειτουργιών), καθώς και για την ενθάρρυνση τελειοποιήσεων στις μεθόδους έρευνας (χρησιμοποίηση π.χ. της ύπνωσης) και στις ψυχαναλυτικές τεχνικές σε συσχετισμό με την εξέταση συναφών διαδικασιών, οργανικών ή νοητικών, φυσιολογικών ή παθολογικών.
Η αποκλειστική αξία των γεγονότων της σ. στο χώρο της ψυχικής ζωής αποδείχτηκε ότι εξαρτιέται σε μεγάλο βαθμό από την αναγνωρισμένη επίδραση των συνειδητών γεγονότων στον καθορισμό της συμπεριφοράς. Μια μη συνειδητή ψυχική κληρονομιά, για την οποία είχε ήδη μιλήσει ο Λάιμπνιτς, παρουσιάστηκε πολύ σημαντικότερη υπό το φως της ψυχανάλυσης. Από το άλλο μέρος ένας ορισμένος βαθμός επίγνωσης από μέρους του υποκειμένου για κάθε περιεχόμενο της σ. δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση. Σε πολλές περιπτώσεις το υποκείμενο αντιδρά σαν να είχε επίγνωση ενός ερεθισμού, ενώ αποκλείεται η γνώση του. Αυτό μπορεί να συμβεί π.χ. στην περίπτωση ονείρων που προκαλούνται από ερεθισμούς αρκετά ασθενείς, ώστε να μην προκαλούν την αφύπνιση, καθώς και σε πειράματα υπνωτισμού, στα οποία ένα άτομο, αν και αποκλείει ότι αντιλήφτηκε ορισμένες κατηγορίες ερεθισμών που του έγιναν, παρόλα αυτά αντιδρά σ’ αυτούς κατά τον τρόπο που είχε προβλέψει ο πειραματιστής. Στα εξαρτημένα ανακλαστικά μπορούμε να έχουμε μια απόδειξη του ότι το υποκείμενο αντιδρά σε ερεθισμούς που δεν αντιλήφτηκε. Αυτό είναι ακόμα πιο φανερό στην περίπτωση ανεπαίσθητων ερεθισμών, όπως π.χ. στους ερεθισμούς της λεγόμενης «υποοριακής διαφήμισης». Επίσης, μερικές ανώμαλες ή παθολογικές καταστάσεις (π.χ. η υπνοβασία, οι επιληπτικές φυγές, η υστερία), όπου παρατηρούνται αυτόματα παρόμοιες αντιδράσεις, προκάλεσαν κλονισμό στην κλασική έννοια της συνείδησης.
Πέρα από το πεδίο της εμφανούς συμπεριφοράς, επιχειρήθηκε η αντικειμενική εξέταση της ύπαρξης μιας συνειδησιακής κατάστασης, γενικά ή σε σχέση με ειδικά περιεχόμενα, με αφετηρία τη σκέψη ότι μια συνειδητή ενέργεια ασκεί μια ενεργοποίηση ή μια αναστολή σε ορισμένες ζώνες του εγκέφαλου και ότι ένας σχετικά απλός τρόπος για την απόδειξη της ενεργητικότητας των ζωνών αυτών είναι η ανεύρεση των βιοηλεκτρικών δυναμικών. Έτσι αναπτύχθηκαν, από το 1940 κι έπειτα, έρευνες που απέβλεπαν στην αντικειμενική διερεύνηση της συνειδησιακής κατάστασης με τα ηλεκτροεγκεφαλογραφικά συμπτώματά της. Μολονότι, όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, οι ενδείξεις που επιτεύχθηκαν με τον τρόπο αυτό είναι ακόμα πολύ χονδροειδείς, είναι ωστόσο δυνατόν να προβάλουν στις καταστάσεις όπου δεν υπάρχει άγρυπνη σ. (ύπνος χωρίς όνειρα, νάρκωση) πλατιά και υγρά κύματα θήτα (περίπου ένα κατά δευτερόλεπτο), αντίθετα από τα κύματα άλφα (περίπου δέκα στο δευτερόλεπτο) που εκφράζουν μια κατάσταση ψυχικής γαλήνης και παθητικότητας. Τα κύματα αυτά, διάχυτα σε όλον τον εγκέφαλο, εξαφανίζονται μόλις προκληθεί κατάσταση αφυπνισμένης και ενεργής σ. (φαινόμενο «διακοπής») και αντικαταθίστανται από κύματα εντοπισμένα στις ζώνες, που αντιστοιχούν στα ενδιαφερόμενα, αισθητικά ή κινητικά εγκεφαλικά κέντρα.
Στο φως των διαπιστώσεων αυτών, ενισχυμένων και από τη συγκριτική μελέτη των διάφορων βαθμών βιολογικής εξέλιξης, η σ. νοείται, σ’ ένα επίπεδο θετικότερο από εκείνο που αντιστοιχεί σε μια απλή παθητική παρουσία, ως ενεργητική λειτουργία, που δρα μέσω ενός συντονιστικού εγκεφαλικού κέντρου. Το κέντρο αυτό, κατά τον Λουί Λαπίκ, προκαλώντας διαφορετική ευαισθησία των νευρικών κυττάρων στον ερεθισμό τους από βιοηλεκτρικά ρεύματα, αναστέλλει τη δραστηριότητα και τους λειτουργικούς συνδέσμους χωριστών εγκεφαλικών ζωνών, ενεργοποιώντας άλλες δραστηριότητες. Έτσι, η νευρική διέγερση διοχετεύεται εκλεκτικά προς ορισμένες κατευθύνσεις, που προτιμούνται διαδοχικά, μέσα στο αναρίθμητο πλήθος των νευρικών κυττάρων των ανώτερων οργανισμών.
* * *η / συνείδησις, -ήσεως, ΝΑ1. η σαφής και βαθιά γνώση ενός πράγματος ή μιας κατάστασης (α. «έχει συνείδηση τών πράξεών του» β. «συνείδησις τῆς κακοπραγμοσύνης», Δημόκρ.)2. η έμφυτη ικανότητα τού ανθρώπου να διακρίνει τον καλό ή τον κακό χαρακτήρα τών πράξεών του, αυτοέλεγχος, αυτεπίγνωση (α. «έχει τύψεις συνειδήσεως» β. «κολαζομένους κατὰ συνείδησιν», Βέττ. Βάλ.)3. ευσυνειδησίανεοελλ.1. (φυσιολ.-ψυχολ.) η αντίληψη τού έξω κόσμου σε σχέση προς το εγώ, οι αισθήσεις και η συναίσθηση τού εγώ («δεν έχει συνείδηση τού τί συμβαίνει»)β) (στην ψυχολ. τής συμπεριφοράς) εξαρτημένη από τη λειτουργία τού εγκεφάλου κατηγορία η οποία αναφέρεται κατά γενικό τρόπο στη συμπεριφορά και χαρακτηρίζεται από την κατάσταση εγρήγορσης και από τη δυνατότητα αντίδρασης τού ατόμου, σε αντιδιαστολή με την έλλειψη εγρήγορσης και σχετική απουσία δυνατότητας αντίδρασης κατά τον βαθύ ύπνο και το κώμαγ) (στην ψυχιατρ.) λειτουργία σύνθεσης που επιτρέπει σε ένα υποκείμενο να αναλύει την πραγματική τωρινή του εμπειρία με βάση τη δομή τής προσωπικότητάς του και να τήν προβάλλει στο μέλλον2. (φιλοσ.) α) η άμεση αντίληψη την οποία έχει το υποκείμενο για τις καταστάσεις και τα ενεργήματά του και η οποία χαρακτηρίζει κάθε ψυχικό φαινόμενο, και ειδικότερα το κέντρο τών ψυχικών φαινομένων, το εγώ, με το οποίο ο άνθρωπος διακρίνει τον εαυτό του από τον υπόλοιπο κόσμο και τους άλλους ανθρώπουςβ) (κατά τη μαρξιστ. φιλοσ.) η πιο υψηλή μορφή τής ψυχικής ζωής, που είναι ίδιο τού ανθρώπου και η οποία εμφανίστηκε στη βάση τής διαδικασίας τής εργασίας και τού κοινωνικού βίου και χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη τής γλώσσας και τής σκέψης και από το γεγονός ότι ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται τις σχέσεις του με τον περιβάλλοντα κόσμο και επιδρά πάνω του σύμφωνα με προκαθορισμένους από τον ίδιο στόχους3. (νομ.) το σύνολο τών νοητικών, ψυχικών και σωματικών εκδηλώσεων τού προσώπου βάσει τών οποίων τεκμαίρεται το αυτεπίγνωστο και εκούσιο τής συμπεριφοράς του ως υποκειμένου δικαιωμάτων και υποχρεώσεων4. φρ. α) «κρίση συνειδήσεως» — οι τύψειςβ) «ηθική συνείδηση»i) η αίσθηση που έχει ένα άτομο για το ηθικό περιεχόμενο τής διαγωγής του, τών προθέσεών του ή τού χαρακτήρα του αναφορικά με ένα αίσθημα υποχρέωσης να πράττει το ορθό ή να είναι καλόii) το σύνολο τών παραστάσεων, τών αντιλήψεων και τών αισθημάτων τών ανθρώπων αναφορικά με τις αμοιβαίες σχέσεις τους καθώς και τις σχέσεις τού καθενός έναντι τού κοινωνικού συνόλου, υπό το πρίσμα τών θεμελιωδών κατηγοριών τού καλού και τού κακούγ) «κοινωνική συνείδηση»(στη μαρξιστ. φιλοσ.) το σύνολο τών παραστάσεων, τών νοοτροπιών, τών ιδεών, τών γνώσεων και τών δοξασιών τών ανθρώπων στο οποίο ανακλάται το κοινωνικό τους Είναι, η πνευματική ζωή τής κοινωνίας ως ανάκλαση τής υλικής ζωήςδ) «συλλογική συνείδηση»(κοινων.) (κατά τον Ντυρκέμ) το σύνολο τών πεποιθήσεων και συναισθημάτων που έχουν τα μέλη μιας κοινότητας, η συνείδηση τού κοινωνικού συνόλου, όπως εκφράζεται διά μέσου τής συνείδησης τών μελών του, την οποία και διαμορφώνειε) «πολιτική συνείδηση»(κοινων.) i) η ύπαρξη σε ένα άτομο πολιτικής παιδείας, εμπειρίας και ωριμότητας που τό ωθούν να μετέχει στα κοινά και τού επιτρέπουν να προβαίνει σε συνειδητές επιλογέςii) το σύνολο τών αντιλήψεων, πεποιθήσεων και στάσεων που αφορά τη σφαίρα τών πολιτικών σχέσεωνστ) «ταξική συνείδηση»(κοινων.-φιλοσ.) i) η συναίσθηση τής ταξικής δομής τής κοινωνίας, δηλαδή τής διαστρωμάτωσής της σε κοινωνικές τάξεις, που έχει ένα άτομο, η ταύτιση τής θέσης τού ατόμου αυτού με τη θέση τών άλλων μελών τής κοινωνικής τάξης στην οποία ανήκει και η επίγνωση τών ιδιαίτερων συμφερόντων τής τάξης του, καθώς και η επιδίωξη τών συμφερόντων αυτώνii) (στη μαρξιστ. φιλοσ.) μέρος τής κοινωνικής συνείδησης στο οποίο ανακλάται το κοινωνικό Είναι μιας ορισμένης κοινωνικής τάξης και το οποίο εκφράζει τα συμφέροντα και τους σκοπούς τής τάξης αυτήςαρχ.1. το να έχει κανείς γνώση ενός πράγματος ή μιας κατάστασης μαζί με κάποιον άλλον2. είδηση, πληροφορία («συνείδησιν εἰσήνεγκεν τοῑς κολλήγαις αὐτῶν», πάπ.)3. γνώση, μάθηση4. συνενοχή.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συνειδ- τού απρμφ. συνειδέναι τού σύνοιδα «ξέρω, γνωρίζω» (πρβλ. συνειδητός, βλ. και λ. οἶδα)].
Dictionary of Greek. 2013.